- ἔκβαλον
- ἔκβᾱλον , ἐκβάλλωthrowaor imperat act 2nd sg (doric)ἐκβάλλωthrowaor ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐκβάλλωthrowaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκτοσε — ἔκτοσε (Α) επίρρ. έξω, εκτός (με γεν.) («δόρυ δ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός», Οδ. ξ) … Dictionary of Greek